|
запутанный, сложный; ~ υπόθεσις — запутанное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запутанный? — δαιδαλοειδής как на (ново)греческом будет слово сложный? — δαιδαλοειδής как с (ново)греческого переводится слово δαιδαλοειδής? — запутанный, сложный — πεντόλιρο — μπούρτζι — τάκος — αεικύμαντος — μυλαύλακο — τυραννοκτόνος — σάξειον κέρας — επιτονόδεσμος — καλόν — καταβρεκτήρ — άμισχος — πεντηκοντάκις — στοματοπάθεια — θαλασσομαχώ — σκουληκαντέρα — χύμισμα — σιγοκλαίω — τράπεζα — εκλεκτικίστρια — ένεδρος — αμακάριστος |
|||