Новогреческий словарь
λοφίσκος
λοφίσκ|ος
ο
бугорок, холмик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бугорок
? —
λοφίσκος
как на
(ново)греческом
будет слово
холмик
? —
λοφίσκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοφίσκος
? — бугорок, холмик
#
(ново)греческий словарь
—
καμινιάζω
—
ροδανίζω
—
αμπελοφάσουλα
—
μεσοτοιχία
—
απεκδύομαι
—
φεγγαροκατέβατος
—
σκαλοκέφαλο
—
άεργος
—
ασούσσουμος
—
λυπάμαι
—
αποστέκομαι
—
ανυπότακτα
—
αντιμαρτυρία
—
δυσφήμιση
—
συχωρνώ
—
κοντόχρονος
—
επιπολαιότητα
—
εγχειρώ
—
πτερύγωμα
—
πόλη
—
μαλαιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве