|
физ. изотропный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изотропный? — ισότροπος как с (ново)греческого переводится слово ισότροπος? — изотропный — αντιστρατήγημα — εμβρυολογία — φιλότιμος — αχυροκέφαλος — τσακώνω — κτήνος — μάννα — ήρα — ταπεινωτικός — τένοντας — παθολογικός — μεθοδικός — αργυροστόλιστος — ψευδεπιστήμονας — τροχοπέδη — κρεμνώ — ασφράγιστος — ψυχρόφιλος — αιματογενής — πατάκα — στράτσόχαρτο |
|||