|
μετχ. παθ. παρακ. от σέρνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σερμένος? — — διορατικότητα — προσωποκρατώ — σκαρίζω — αποδεικνυόμενος — φαρμακόγλωσσα — παλιωμένος — δενδροειδής — αδιασάφητος — βροχίλα — καραβοστάσι — εξαγορά — αλωπεκή — αναχώρηση — ελαστικότητα — ζουμιάζω — απλουτος — ασκούργιαστος — κάθε — χρεώστης — μυχός — αντιστηρίζω |
|||