Новогреческий словарь
σερμένος
σερμέν|ος
μετχ. παθ. παρακ. от σέρνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σερμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μπάγκα
—
ψωριάρικος
—
κεραμοποιία
—
βρέμα
—
ανεχιά
—
ορφάνευμα
—
υπόστεγο
—
εγκαλλώπισμα
—
βυζαίνομαι
—
προσωκρατικός
—
νιούτσικος
—
προβλεπτικότητα
—
μελισσοφάγος
—
ιχθυόσκαλα
—
υδροφαντική
—
αναστησιά
—
μιλένιουμ
—
απόκρια
—
αφέντρα
—
χειλοπλαστία
—
βεδούρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве