|
ο феминист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово феминист? — φεμινιστής как с (ново)греческого переводится слово φεμινιστής? — феминист — κανορινύ — κλωσμός — χωματένιος — παιδιατρική — φαεινότητα — σκουφί — ψυχοθεραπευτικός — πεντηκονταετία — λάσπωμα — μειονεξία — χρωματοθήκη — αποθησαυρισμένος — νυχτώνει — συμβουλευτικός — διακοίνωση — κακόπραχτος — κουραμάνα — φανατίζω — κάκτος — βενζίνη — φυλετικότητα |
|||