|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δοντάκι? — — μεταπουλάω — πριστήριον — ακροκέραμο — βοώ — ανεμοδούρα — βιομήχανος — υποπρακτορείο — ξαρμύρισμα — αποξέω — μυγοσκοτώστρα — ψαράς — αμμωνία — βένθος — χασμουρητό — ακορντεονίστας — βοτανοπώλης — σιδερόφρακτος — άκουσμα — πρασόρυζο — περιτονίτιδα — οξύνοια |
|||