Новогреческий словарь
μαντραχαλίνα
μαντραχαλίνα
η
дылда
(относится к объекту женского рода)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дылда
? —
μαντραχαλίνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαντραχαλίνα
? — дылда
#
(ново)греческий словарь
—
πανελλήνιος
—
αρνησιά
—
ξανα-
—
απλάνιστος
—
επαινετέος
—
καρκννολογία
—
καλωδίωση
—
αξούρηγος
—
ναυτολογώ
—
αδαήμων
—
Νοέμβριος
—
θρύον
—
φεύγα
—
κιοφτές
—
αμφοτέρωθεν
—
ξελογιάζομαι
—
καμπυλόγραμμος
—
κρεατόβεργα
—
ομοίως
—
ανθώδης
—
δεκαέξι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,