|
η дылда (относится к объекту женского рода) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дылда? — μαντραχαλίνα как с (ново)греческого переводится слово μαντραχαλίνα? — дылда — παρεξήγηση — ανοικοκύρευτος — βρεκτός — ερωτιδεύς — φωνιατρική — ατμοσφαιρικός — εμπυριοθήκη — κουνέλι — λησμονητής — γδύνω — ελικοτομώ — αναπέμπω — σαλπίζω — παρέλευση — μοσχοπουλάω — αρνιστής — φορτώνομαι — μακρόσκιος — ασαπούνιστος — ελαιουργείον — βόγγητό |
|||