|
η 1) гриф (надпись); 2) заглавие, заголовок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гриф? — επικεφαλίδα как на (ново)греческом будет слово заглавие? — επικεφαλίδα как на (ново)греческом будет слово заголовок? — επικεφαλίδα как с (ново)греческого переводится слово επικεφαλίδα? — гриф, заглавие, заголовок — αλληλοτραυματίζομαι — αναγκαιότητα — κρητικιά — πόλεμος — βλητρω — ξεμολογιέμαι — τζίφος — σκόλοψ — κοινό — οδοντάγρα — συνδεσμικός — σπίλωμα — προτονίζω — πόρπη — ξόρκι — βυθομέτρηση — καψοκαλύβας — θερμοκήπιο — ιδεοληψία — πόση — συνδιαιτωμαι |
|||