|
уст. сильно желающий, жаждущий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно желающий? — επιθυμητικός как на (ново)греческом будет слово жаждущий? — επιθυμητικός как с (ново)греческого переводится слово επιθυμητικός? — сильно желающий, жаждущий — ναρκωμένος — ευπρόσιτος — κυβικό — ανθοκομώ — καλαθιά — τυφλοκομείο — σκερτσόζικος — μάρκαλος — αυθυποβολή — τυπώνω — ξηραντήρας — αριστειούχος — κοπετός — ναυτόπαις — αρτύζω — νιόβγαλτος — επιγονισμός — ψαμμοθεραπεία — μηνίω — οστεομβελίτιδα — μουρμουρητό |
|||