|
το зависть; ~ τόν έπιασε — [phrase]его обуяла зависть[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зависть? — σύζηλο как с (ново)греческого переводится слово σύζηλο? — зависть — κεδρών — δρομάκι — σαρκασμός — φλογικός — αλαφιάζω — προμήτωρ — ανίδρυση — εκθεσμον — καλαμώνας — δωδεκάχρονος — σύχνασμα — αποθηλάζω — αποίκιλτος — ύφασμα — πικετοφορώ — ουρόλιθος — οπτιμισμός — ανθοτύρι — ηδυπαθής — ανιστόρητο — μωαμεθανισμός |
|||