Новогреческий словарь
σύζηλο
σύζηλο
το
зависть
;
~ τόν έπιασε — [phrase]его обуяла зависть[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зависть
? —
σύζηλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύζηλο
? — зависть
#
(ново)греческий словарь
—
ογκόμετρο
—
αναπλήρωμα
—
κουτσογραμματισμένος
—
—
διαρμίζομαι
—
αποφοιτών
—
κορμιάζω
—
υαλόφρακτος
—
σοκολατοποιία
—
νοτιοανατολικός
—
εξομώνω
—
ακτινοσκοπικός
—
θωρακοπλαστική
—
ανοσμία
—
αντιμεταθέτω
—
καταδότης
—
αρακάς
—
εκρηκτήρ
—
γαϊδουροκαβαλλαρία
—
Σάτυρος
—
γαμπάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,