Новогреческий словарь
αποφορτίζω
αποφορτίζω
разгружать
(генератор, электромотор)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разгружать
? —
αποφορτίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποφορτίζω
? — разгружать
#
(ново)греческий словарь
—
αξίζω
—
αλατωρυχείο
—
μπάφρα
—
κάθεξη
—
ανακυλώ
—
Ο
—
αμυγδαλίδαι
—
στοιχειώδης
—
αδιακλάδωτος
—
μουρλαμάρα
—
κυτιοποιός
—
ξενοίκιαστος
—
πολιτισμικός
—
κοττόπιττα
—
καρδιοδυναμική
—
εντεροτομία
—
κατάστιχο
—
βιβλιοθηκάριος
—
ερεθιστόν
—
εξώδερμα
—
αδιαμάχητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве