|
το пифферо (музыкальный духовой инструмент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пифферо? — πίφφερο как с (ново)греческого переводится слово πίφφερο? — пифферо — αστραποπελέκι — εξαρχος — λαοσύναξη — επικάμπτω — βλήμα — μαντζέλλα — ασόδιαστος — αχυλιά — οδοντοτεχνική — μπέμπελη — μαγνητοθεραπεία — πρωτοείδωτος — ναι — δρω — αππαρταμέντο — κοκοφοίνικας — βοτανισμένος — ζόρεμα — ρωγμή — αδερφοσύνη — οπισθοφύλακας |
|||