Новогреческий словарь
αιάντειος
αιάντει|ος
:
~ γέλοίς — смех сумасшедшего
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιάντειος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διαλλάσσω
—
ξαμολλώ
—
τσάμπα
—
μελινίτιδα
—
βρεφοκτόνος
—
καταδρομικός
—
πειρατής
—
αυτοκριτική
—
αξεπλήρωτος
—
χρηματιστική
—
πλοϊκός
—
μενσεβικισμός
—
διαλογισμός
—
αληθολάτρης
—
φεγγοβολιά
—
τιμόνι
—
Ελλαδίτης
—
μαξιλαροθήκη
—
μύωπας
—
παλιομοδίτικος
—
γρυλλώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве