αποτελειωμένος

формы словаβ
αποτελειωμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αποτελειωμένος? —


σιγαροποιόςαυγουστιάτικοσκυθρωπότητατσιμπητόςακανθώδηςπαλαιοπωλείοβιβλιεμπορικόςκρινοδάχτυλοςδανειολήπτριααντασφαλίστριακαλημέρισμαμπιραριέρισσαδώταμπόνπολυχρόνισηαπειργασμένοςπολιτεύομαιρυπαρότητατρύζωαλατερόλυκόπουλο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit