|
ο маляр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маляр? — χρωματιστής как с (ново)греческого переводится слово χρωματιστής? — маляр — δίωτος — αλγομανία — σέλλωμα — σλοβάκικος — τρίχωμα — οξύθυμος — καταχειρίζω — στρατιωτάκι — πάχυνση — γραμμοσχεδίασμο — σφιγκτήρ — αργεντίνα — άγγιαχτος — εξομαλύνω — μαργώνω — ερυσιβώ — στέφανος — πάχος — πιεστόν — πάστα — τρελαίνομαι |
|||