Новогреческий словарь
ληξιπρόθεσμος
ληξιπρόθεσμ|ος
истёкший; просроченный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
истёкший
? —
ληξιπρόθεσμος
как на
(ново)греческом
будет слово
просроченный
? —
ληξιπρόθεσμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ληξιπρόθεσμος
? — истёкший, просроченный
#
(ново)греческий словарь
—
παραφέρω
—
υπερέβην
—
τριγλωσσία
—
θεσμός
—
παρελκόμενο
—
υδαρότητα
—
αναπηνιστής
—
ποδηλατάδικο
—
μυρτέλαιον
—
αδέσμευτος
—
υδρολύσιμος
—
πτερούμαι
—
χρυσώνω
—
εκατόγραμμο
—
τιμητικός
—
μουζικάντης
—
τουρκόπουλο
—
περίσφιγξη
—
ελαττώνω
—
ενδοσκόπιο
—
βλαστικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве