|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετρόβουνο? — — αγλέουρας — καρυδόλαδο — παπυρικός — πλαναισθησία — κοντοποδαρούσα — ανακλαδιστά — παπλωματάδικο — ανεμοσκόπιο — γλωσσαμύντορας — σκαρφαλωτός — ενοφθαλμισμός — ξυλεύομαι — μεμψιμοιρία — βασανιστής — μπατάλικος — αλλοιώτικα — νταβαντούρι — μακρολόγος — πλατυμέτωπος — δρύφρακτο — σί |
|||