|
ο книговед #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово книговед? — βιβλιογνώστης как с (ново)греческого переводится слово βιβλιογνώστης? — книговед — σιτισμός — ψιθυριστής — σκήτη — ξυλόπισσα — διάβασμα — πόλη — προγκίζω — γκελλάω — παρακάλιο — κρεββατώνομαι — ναρκωμένος — χορδίζω — ιππεύτρια — χρωστικός — στείρευση — εξακτινώνω — θεοκρατικό — ψυχικό — αμεσουράνητος — προμελετώ — διπλοχαιρέτισμα |
|||