Новогреческий словарь
οινικνός
οινικνός
винный
;
~ό οξύ — хим. винная кислота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
винный
? —
οινικνός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οινικνός
? — винный
#
(ново)греческий словарь
—
μελισσόχορτο
—
μελανίαση
—
αδρόσιστος
—
αρχός
—
μάκενα
—
αναποσφράγιστος
—
επιβραβεύω
—
αντιβραχίων
—
διαθέσιμος
—
διαβατήριο
—
σφόδρα
—
κατάντημα
—
ελαιόμετρον
—
κλαπαρχίδας
—
οχιά
—
θάρρεμα
—
καταγραφέας
—
γκαζόν
—
χειρομάντης
—
ξεφαντωτής
—
θεράπαινα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,