|
το лощило, гладило #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лощило? — λίστρον как на (ново)греческом будет слово гладило? — λίστρον как с (ново)греческого переводится слово λίστρον? — лощило, гладило — κατάντημα — λεπτουργία — διακλαδούμαι — αναμετάδοση — συμπολίτισσα — τοιχωρυχώ — αερόστατο — ασκητός — απομονωμένος — ζωντάνεμα — νομοταγής — υπουργός — πάπυρος — Ω — αεροστεγής — επισωρευτής — τέφρα — στρεβλός — χοιρότριχα — τιποτένος — απουργός |
|||