|
запоздалый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запоздалый? — αργοπορημένος как с (ново)греческого переводится слово αργοπορημένος? — запоздалый — σαρκοφαγία — παρατύπωμα — καρύκευμα — τριχοφυΐα — μασουλίζω — κρυσταλλιάζω — πυριτικός — αναπόδεκτος — τσύνουρο — μπρούμυτα — αποτρύγημα — τερματοφύλακας — ανασκουμπώνομαι — κερασέα — ετοιμολογία — ζωοδότης — τυραννοκτόνος — αμφίβολος — βαλιτσούλα — βόμβυκας — κακοδιάθετος |
|||