|
чёрный, смуглый; ~α μούτρα — смуглое лицо; === ~ο γινάτι — ярость; ~α φιστίκια — арахис (плоды) ; ο ~ — табак «арабика» #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чёрный? — αράπικος как на (ново)греческом будет слово смуглый? — αράπικος как с (ново)греческого переводится слово αράπικος? — чёрный, смуглый — λοφιοφόρος — χάμουρα — κασμίρι — γλυκολυπάμενος — μεσιτεία — τσατίλας — μαιευτική — στενοκέφαλος — πλεξούδα — φιξάρισμα — θεοσοφία — βαμβακέλαιο — επικατάρατος — αναφανδόν — τυφλόμυιγα — χτικιάρα — τριζόνι — στραμπούλισμα — ματθιόλη — καταρράχτης — κλατάρω |
|||