ορογραφικός

формы словаβ
ορογραφικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ορογραφικός? —


εκατόνταρχοςσαραντίζωυπογόνιμοςέκκριμαεξήγησηκαταπότιεκνίτρωσηαφρισμένοςπερίβλεπτοςδιαχείμανσητερατογόνοςβιβλιογνωστικόςηθικοθρησκευτικόςστίχοςπεσιμίστριαουροσκοπίαχαντακώνομαιξενοκρατούμενοςανταγωγήτραπεζομάντιλοασκητεία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit