|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορογραφικός? — — εκατόνταρχος — σαραντίζω — υπογόνιμος — έκκριμα — εξήγηση — καταπότι — εκνίτρωση — αφρισμένος — περίβλεπτος — διαχείμανση — τερατογόνος — βιβλιογνωστικός — ηθικοθρησκευτικός — στίχος — πεσιμίστρια — ουροσκοπία — χαντακώνομαι — ξενοκρατούμενος — ανταγωγή — τραπεζομάντιλο — ασκητεία |
|||