φυλακισμένος

формы словаβ
φυλακισμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово φυλακισμένος? —


αυτοκαλλιεργούμαιφελάφελστειφτήριαλάτινοςπίσωστυλέτονεύσιςπαραδίνωτρίποδαςαρμένισματείχοςκακοδιάθετοςμεσολαβώμαχαιρώνωεγκληματολογικόςστασίασηένστρωσηβυσματώνωανατολίτηςυπογράμμισηπροβάδιση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit