|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φυλακισμένος? — — αυτοκαλλιεργούμαι — φελάφελ — στειφτήρι — αλάτινος — πίσω — στυλέτο — νεύσις — παραδίνω — τρίποδας — αρμένισμα — τείχος — κακοδιάθετος — μεσολαβώ — μαχαιρώνω — εγκληματολογικός — στασίαση — ένστρωση — βυσματώνω — ανατολίτης — υπογράμμιση — προβάδιση |
|||