|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρηγόπουλο? — — φρόντιση — ευγενώς — κουφιοκέφαλος — στεφάνωμα — συνθλώ — ζαβολιά — χιρσφελδία — θητεία — εθνογραφικός — κατεξουσιάζω — σπάρσιμο — μονά — θέσπιση — κονιδάρειο — αποβάλλω — κλεψιμιός — ακλάδευτος — αλλάζομαι — επ'αυτοφώρω — υπερψύχω — γέρασμα |
|||