Новогреческий словарь
δημαρχιακός
δημαρχιακός
муниципальный
;
~ πάρεδρος — помощник мэра
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
муниципальный
? —
δημαρχιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δημαρχιακός
? — муниципальный
#
(ново)греческий словарь
—
ροπή
—
απόκομμα
—
επαν-
—
βιβλιοκαπηλεία
—
αβανγκαρντιστής
—
εξακολουθώ
—
ξεχορτόριασμα
—
σιωνίστρια
—
φθόγγος
—
δίυβος
—
παρακίνημα
—
παραστέγοσμα
—
εξασφαλίζω
—
κινούμενα σχέδια
—
ρεβιθάδα
—
ενυπνίαση
—
υγροσκόπιο
—
δρυάδα
—
αλληλοεξυπηρετούμαι
—
ποντικομαμή
—
κνημίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве