|
ο гигиенист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гигиенист? — υγιεινολόγος как с (ново)греческого переводится слово υγιεινολόγος? — гигиенист — χλωρυδρικός — οψές — ετερομορφικός — σαφήνιση — ντερμπεντέρης — εντελώς — μίσανδρος — δοκησίσοφος — γκαζόμετρο — μαραζώνω — υψώνομαι — σκυλοβαριέμαι — ωοπαραγωγικός — ξυλοκέρατο — ονοματοκρατία — αέτωμα — σεισμολόγος — γυροτρίγυρα — αχρειόγλωσσος — καβάδι — ορθολογιστικός |
|||