|
το шпора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпора? — σπιρούνι как с (ново)греческого переводится слово σπιρούνι? — шпора — λεπτουργής — φυτοζωία — οψιμάδι — φυσιολογείο — αγούνιαστος — αφελκυστήρας — εκβακχεύομαι — βαρογράφος — αυλακιάζω — κατώφλι — πολυπραγμονώ — καθετηριάζω — κοντόβραδο — λευκασμένος — γλυκόλογος — γαλέος — δασκαλωσύνη — παραστρατίζω — τσακίστρα — αρχέγονος — αλαφρόμυαλος |
|||