|
казарменный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово казарменный? — στρατωνικός как с (ново)греческого переводится слово στρατωνικός? — казарменный — τριχάρα — άπτυστος — γαστροσκόπηση — δευτερόλεπτο — ζάφτι — τρισάξιος — ξεγελιέμαι — παντόφλας — κορίτσι — αμοιρολόγητος — έκτη — αεριοστρόβιλος — άστρεπτος — εχτρεύομαι — εξοβέλιση — ποετάστρος — αγάμητος — φιλώ — κελαϊδοπουλί — καραμπόλα — παρηγορίζω |
|||