|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γυναικωνίτης? — — αυτοεξυπηρέτηση — ψαλιδισμένος — υπέστην — πυξίδα — οράμα — θυμίζω — μίτος — γλιγουδεύομαι — υγρασία — δήμιος — χάσμη — ενοικώ — κάστρο — φιλότεκνος — έλλειψη — μονόπορτα — χειρώναξ — μονοκόμματος — υποτονικότητα — καλαισθητικός — ροζιάρης |
|||