|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απαρέγκλιτα? — — παλιοπαλιάνθρωπος — πόθος — αναθύμημα — θαλασσόχαρος — ακήρωτος — ούφ — μοσχομυρωδάτος — πρότυπο — ακατάδεκτος — ευαρμοστώ — ενδυναμώτρια — χελιδών — πνοή — απρόστακτος — αιματοφοβία — γυμνόσκελος — ξεκάρφωμα — αλλοτριώσιμος — πολυξοδιάζω — σιχασιάρικος — πικραμυγδαλιά |
|||