|
το 1) склейка; 2) спай, спайка; 3) сварка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склейка? — συγκόλλημα как на (ново)греческом будет слово спай? — συγκόλλημα как на (ново)греческом будет слово спайка? — συγκόλλημα как на (ново)греческом будет слово сварка? — συγκόλλημα как с (ново)греческого переводится слово συγκόλλημα? — склейка, спай, спайка, сварка — αποδεδειγμένα — αφροδισιολογία — μονογαμικός — τροχιστήρι — ξέφραγος — υδρόνεφρον — φορητός — μοσχοπληρώνω — αναγνώνω — εκπωματίζω — ευκαριωτικά — συνωστισμός — συντηρούμαι — απόζουμο — υπεράνθρωπος — αργυροκέντητος — επιχρυσώνω — τελεσφορώ — σύγκαμα — πιένα — λεμόνι |
|||