Новогреческий словарь
παραπονεμένος
παραπονεμέν|ος
огорчённый, расстроенный
(тем, что его обделили, обошли)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
огорчённый
? —
παραπονεμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
расстроенный
? —
παραπονεμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παραπονεμένος
? — огорчённый, расстроенный
#
(ново)греческий словарь
—
φτωχομαχαλάς
—
Αποσπερίτης
—
έδρανον
—
εξουσιοδότηση
—
κούτελο
—
κυνήγημα
—
αγριοκάτσικο
—
αφιλοτίμητος
—
εντατικοποίηση
—
κάτουρλο
—
αληθινότητα
—
αποβλάκωμα
—
μετριέμαι
—
συμπίλημα
—
στοιχειό
—
γαλαρόμαντρα
—
υποδηματοπώλης
—
οπωρολαχανικά
—
ξενοκαρπία
—
αναζωογονούμαι
—
οφθαλμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,