|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορνεύω? — — γούρμασμα — ζωύφιο — εκβιαστικός — Ιανουάριος — σιφώνιο — ελλιμένισίς — ομορφάνθρωπος — μιλιούμαι — κλωβός — μετεωρολογικός — καπνοσύριγξ — παράλληλος — κιτριά — παγκόσμια — ισότιμος — ζωοθεϊσμός — λυπάμαι — αιθεροειδής — γυψωρυχείο — μοναστήρι — εγκλεισμός |
|||