|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανοφθαλμία? — — νοικοκυροσύνη — αζευγάριστος — μισοσκόταδο — αναγερτά — σκουπιδιάρης — φωτοβόλος — διατριβή — νυχθημερόν — άπλα — κλώσσα — ελληνόφωνος — συνάντηση — παζάρευμα — κορδελλού — μπρος — αμπελοκλαδευτής — δυασμός — ηλεκτρόδιο — ασκαλαβώτης — προτινός — προκάθημαι |
|||