|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρωμιοσύνη? — — τοξικολόγος — μιξόδια — σκολόπεντρα — υποπόδιον — βαφική — καμπινές — καμωματαράς — μπούκοτάζ — αιματοκυλώ — φαφούτικα — απαράδεκτα — ξυλόλιθος — τουαλέττα — βύας — άξαφνα — πετσέτα — βλαπτικότητα — τένοντας — γραμματοκιβώτιο — κράτηση — εξωστικός |
|||