|
неэлектропроводный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неэлектропроводный? — δυσηλεκτραγωγός как с (ново)греческого переводится слово δυσηλεκτραγωγός? — неэлектропроводный — μαίνομαι — καυλώνω — αποπάνω — δαμινός — βελάδα — λογοκριτής — υπόνομος — αποζυγώνω — βλαπτικώς — άργεμος — αυθύπαρκτος — γλιστράδα — βελονόφυλλος — αποσυνθέτω — νταβανοσάνιδο — αναρίγισμα — ευνοούμαι — ατίθασσος — γαρνίρω — χειροτεχνία — κήλων |
|||