Новогреческий словарь
πωγωνάτος
πωγωνάτ|ος
1.
бородатый
;
2. (ο)
бородач
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бородатый
? —
πωγωνάτος
как на
(ново)греческом
будет слово
бородач
? —
πωγωνάτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πωγωνάτος
? — бородатый, бородач
#
(ново)греческий словарь
—
αναγκαίο
—
δαφνηφόρος
—
μολυντικός
—
απομάζωμα
—
γύροθεν
—
απαλάμη
—
αφαρπάζω
—
πετρελαιοπαραγωγός
—
μιναρές
—
φθοροποιός
—
σκατόξυλο
—
αμπελίνα
—
κομπορρημοσύνη
—
μπαγδαντί
—
εξετέθη
—
αποδίωξη
—
κατάψυχρος
—
κοινοποιούμαι
—
καλοκαιριάζει
—
καντηλανάφτης
—
τσουλί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,