|
полушерстяной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полушерстяной? — μαλλοβάμβακος как с (ново)греческого переводится слово μαλλοβάμβακος? — полушерстяной — κουνάδι — μετριόφρονας — αεροβάμονας — κόλπωση — υπερμοιρία — λιάσιμο — εποπτεία — γαλακτοφαγία — ζωοβιολογία — χαρτοπωλείο — ημιόλιος — αλλοτινός — ζωϊκός — μιξοβάρβαρος — λύτης — καταχωρίζω — χρυσοΰφαντος — θειώδης — κυνόδηκτος — αιματοσκόπιο — μπάκας |
|||