|
обнадёживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обнадёживающий? — ελπιδοφόρος как с (ново)греческого переводится слово ελπιδοφόρος? — обнадёживающий — αγουράδα — αυτοβιογράφος — πεντακόσια — καυτήρας — καλογεροπαίδι — εκτύλιξη — αναμπαίχτρα — σφαδασμός — σολομωνική — κουτόχορτο — μονόφθαλμος — μονομάχος — χλωριοφόρμιο — νοσταλγία — επιδιορθωτικά — ναυμάχος — χωριστός — ψαθάς — δίτροχος — γρούμπος — άκοιρος |
|||