|
το колхоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колхоз? — κολχόζ как с (ново)греческого переводится слово κολχόζ? — колхоз — έκπτωτος — γραμματοκιβώτιο — αραβικός — εσεβάσθην — επέμβαση — απαντητέο — ολιγοπιστία — κουδουνατος — καλπάζων — ισόθερμος — χύτρα — συρμός — τροφεας — αντιζηλία — περίφρακτος — κρεολικός — μονόφθαλμος — γλωσσίδι — παραλύω — απορράπτω — υπένδυσις |
|||