|
прядильный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прядильный? — νηματοπονητικός как с (ново)греческого переводится слово νηματοπονητικός? — прядильный — αρδεύω — ακυρολόγος — πλειστηριάζω — ναυτιλία — εντάμα — μπλοφάρω — κλέπτω — μπακιρικά — σιδηρόστρωση — μυθομανής — ακοκκίνιγος — διάβηκα — στεγανός — μετρούμαι — υδροφορία — χιλιοστογραμμάριο — αγούνιαστος — σκόρ — γαζώνω — πλάγια — καίομαι |
|||