|
ο ист. вестник, вестница; гонец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вестник? — αποκρισάτορας как на (ново)греческом будет слово вестница? — αποκρισάτορας как на (ново)греческом будет слово гонец? — αποκρισάτορας как с (ново)греческого переводится слово αποκρισάτορας? — вестник, вестница, гонец — τροπάρι — σπανακόσουπα — εξονυχισμός — επιδημιολογία — καλλιστείο — μεσοβασιλεία — εντρέπομαι — ετεροφώτιστος — αγώνας — αναστολή — μειονότητα — σφαιρικότητα — γαρμπής — οινολόγος — ιονοθεραπεία — έκκεντρο — ατάσθαλος — αφέντισσα — δουλικός — βιβλιεκδοτικός — διάσημος |
|||