|
το надпись (в верхней части чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надпись? — πανώγραμμα как с (ново)греческого переводится слово πανώγραμμα? — надпись — πηγαινοερχομός — μεθόρμιση — μάτς — καστανέων — εξωραϊστικός — ήλιος — ασπιδοειδής — σακχαρουρία — παλαιότητα — πετρότοπος — μεσόδομος — κουζινάκι — φωταύγεια — απαραίτητος — παράξενος — πανικός — καζαντζής — σπιτικό — ποσότητα — Αιολείς — δηκτικά |
|||