|
η мед. ахейрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ахейрия? — αχειρία как с (ново)греческого переводится слово αχειρία? — ахейрия — γέρας — γνοιάση — πολυκήριον — εύφωνος — αναγκαστικά — πλευρώδης — ψηφοφορώ — ολιγοσαρκία — ετούτος — άρτεμα — ύσγινον — εύποτος — χρειασίδι — κυκλαμιά — χουβορνταλίκι — αβλαστάρωτος — μουγκοφυσω — αξεδιάλυτος — μανιβέλλα — φυσικοθεραπευτής — πλεκτήριο |
|||