|
нагруженный, с ношей на плечах #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагруженный? — ζαλικωμένος как на (ново)греческом будет слово с ношей на плечах? — ζαλικωμένος как с (ново)греческого переводится слово ζαλικωμένος? — нагруженный, с ношей на плечах — ασυνειδησία — δίκελλα — συγγενεύω — εντατικός — αγενής — περιπλέκω — αεροτρύπανον — ποιητής — καρπαζώνω — συμπεριληπτικός — μπριλλάντι — ετεροφυλλία — κάμαρα — μυστηριώδης — τζαμώνω — επιπεδομετρικός — μπλάβος — ερωμένος — τουφεκισμός — υπερβολικός — ναύδετον |
|||