|
беспросветный, кромешный; ~ο σκοτάδι — кромешная тьма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспросветный? — ανάχτιδος как на (ново)греческом будет слово кромешный? — ανάχτιδος как с (ново)греческого переводится слово ανάχτιδος? — беспросветный, кромешный — βουνοσειρά — πεζεβέγκισσα — ανεξόρυκτος — ριντώ — ισοδυναμικός — σπλαχνικός — κακέκτυπος — επιφώνηση — ξαγορά — σύνδενδρος — δειλιώ — εντεροστομία — ολιγαρχικός — θαύμα — κακίστρα — απομάκτρα — πεντηκόνταρχος — λούτρολογικός — άχρονος — αμπελότοπος — πεπεισμένος |
|||