|
το галька; === έφαγε τά ~α — [phrase]он приложил отчаянные усилия[/phrase]; έφαγε ~ καί χαλινάρι — [phrase]он прошёл огни и воды и медные трубы[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галька? — τρόχαλο как с (ново)греческого переводится слово τρόχαλο? — галька — αζωογόνητος — μετρό — ευχερής — κοιμώμαι — κεραμευτική — κόκκος — υπαγωγή — ανάδευμα — αποστρογγυλώνω — πέρασμα — απιοειδής — ισχυρότερος — ξεσκούριασμα — ηλιοσκόπιο — ορατός — τριφωφοσφορικός — επιγενής — ελιοπερίβολο — βάϊσμα — όλμος — χειροστρόφαλος |
|||