Новогреческий словарь
απολυμαντήριο
απολυμαντήριο
το
дезинфекционная камера; санпропускник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дезинфекционная камера
? —
απολυμαντήριο
как на
(ново)греческом
будет слово
санпропускник
? —
απολυμαντήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολυμαντήριο
? — дезинфекционная камера, санпропускник
#
(ново)греческий словарь
—
λούτζα
—
κονιάκ
—
χαλουμόσουπα
—
ηλεκτροενέργεια
—
ευθάλασσος
—
γλυκοκουβέντο
—
αμμοθεραπεία
—
γαμηλιωτες
—
νερουλότητα
—
αμφίζωστος
—
αντιστάθμισις
—
συναγελάζομαι
—
χόρτο
—
τρίχρους
—
κραταιώνω
—
κατσικοπρόβατα
—
γκαλόπ
—
χώρηση
—
κρημνώδης
—
ξυλόσοφος
—
τρόπις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,