|
ο паропровод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паропровод? — ατμοσολήνας как с (ново)греческого переводится слово ατμοσολήνας? — паропровод — κρατικοποίησις — εξαμηνιαίος — αναθεμάτισμα — διάφραγμα — ξαναδυναμώνω — Καναδέζος — αδεξιότητα — παγκοσμιοποιημένος — ψυχογραφικός — ασφαλίσιμος — θρησκευτικός — σκωλήκιον — κάταρξη — ετερόγαμος — δειλινό — πυροβόλο — μηλιά — έγκριτος — αποσφήνωση — ντύσιμο — αύλειος |
|||